επιμειλίσσω

επιμειλίσσω
ἐπιμειλίσσω (Α)
1. δίνω, προσφέρω δώρα
2. μέσ. ἐπιμειλίσσομαι
καταπραΰνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μειλίσσω «καταπραΰνω» (< μείλια «δώρα προς εξευμενισμό»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”